φιλοδόξως

φιλοδόξως
φιλόδοξος
loving fame
adverbial
φιλόδοξος
loving fame
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοδόξως — ΝΑ, και φιλόδοξα Ν επίρρ. βλ. φιλόδοξος …   Dictionary of Greek

  • φιλόδοξος — η, ο / φιλόδοξος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη δόξα, αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει δόξα νεοελλ. 1. αυτός που διακατέχεται από ζωηρή επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου 2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανής αρχ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”